- εναγκάλισμα
- το , εναγκάλισμός ο объятие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐναγκάλισμα — that which embraces neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναγκάλισμα — το (Α ἐναγκάλισμα) περίπτυξη, αγκάλιασμα αρχ. οτιδήποτε περιβάλλει κανείς με στοργή, αγαπητό, προσφιλές … Dictionary of Greek
εναγκάλισμα — το 1. ο εναγκαλισμός (βλ. λ.). 2. ό,τι εναγκαλίζεται κανείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐναγκαλισμάτων — ἐναγκάλισμα that which embraces neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)